- ἀνάφερε
- ἀναφέρωbringpres imperat act 2nd sgἀναφέρωbringimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναφέρεν — ἀναφέρε̄ν , ἀναφέρω bring pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαγγέλλω — (AM ἐξαγγέλλω) νεοελλ. ανακοινώνω, μεταδίδω απόφαση ή είδηση με επισημότητα μσν. εκθέτω στον εξομολόγο, εξομολογούμαι αρχ. (ενεργ. και μέσ.) 1. αναγγέλλω ή ανακοινώνω κάτι, ιδίως μυστικό ή σπουδαία πληροφορία (α. «ἵν ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Φινεύς — Μάντης και μυθικός βασιλιάς της Σαλμηδυσσού της Θράκης. Ήταν γιος του Aγήνορα, ή του γιου του Αγήνορα Φοίνικα, ή του ίδιου του Ποσειδώνα, και ο Ζευς τον τύφλωσε επειδή, χρησιμοποιώντας τη μαντική δύναμη που του έδωσε ο Απόλλων, αποκάλυπτε τις… … Dictionary of Greek